- πιστόφρων
- πιστό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,A true-minded, Man.4.580.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιστόφρων — ον, Α ειλικρινής, αφοσιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός (Ι) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
πιστόφρονες — πιστόφρων true minded masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek